παροχέτευση

παροχέτευση
η
1. διοχέτευση νερού προς άλλη κατεύθυνση.
2. παροχή ρεύματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παροχέτευση — η / παροχέτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [παροχετεύω] η διοχέτευση υγρού, οχετού, αυλακιού, διώρυγας προς άλλη κατεύθυνση νεοελλ. 1. ιατρ. η απαγωγή έξω από το σώμα ή προς άλλο όργανο παθολογικών ή φυσιολογικών υγρών που παράγονται σε μεγάλη ποσότητα, για… …   Dictionary of Greek

  • παροχετεύσῃ — παροχετεύσηι , παροχέτευσις diversion fem dat sg (epic) παροχετεύω turn from its course aor subj mid 2nd sg παροχετεύω turn from its course aor subj act 3rd sg παροχετεύω turn from its course fut ind mid 2nd sg παροχετεύω turn from its course aor …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροχετευτικός — ή, ό / παροχευτικός, ή, όν ΝΜΑ [παροχετεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροχέτευση 2. αυτός που συντελεί στην παροχέτευση ή είναι κατάλληλος γι αυτήν …   Dictionary of Greek

  • παροχετευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην παροχέτευση, ο κατάλληλος για παροχέτευση: Παροχετευτικός αγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …   Dictionary of Greek

  • καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”